- επήρης
- ἐπήρης, -ες (Α)1. ο εφοδιασμένος με κάτι2. (για πλοία) εξοπλισμένος, αρματωμένος3. ο εφοδιασμένος με κουπιά4. ο έτοιμος να αποπλεύσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ήρης (< ερέτης*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek